Εχει πατήσει τα 74, αν και δεν του φαίνεται. Ωστόσο χρειάζεται ακουστικό για να ακούει τι του λες. Εξακολουθεί να παίζει κλαρινέτο και να κάνει όνειρα για τη µεγάλη οθόνη. Πίσω από την κάµερα όµως. Μπροστά δεν το συζητάει να ξαναβγεί. Διότι πλέον στη ζωή του έχει προστεθεί ακόµη ένας πρωταγωνιστής: ο φόβος για τα γηρατειά και τον θάνατο. Και ο Γούντι Αλεν δεν διστάζει να το οµολογήσει.
«Τα γηρατειά µού έχουν γίνει εµµονή. Το γεγονός ότι µεγαλώνεις µαζί µε τον φόβο του θανάτου έρχονται απρόσκλητα στη ζωή σου...
Μόλις σηκώνεσαι από το κρεβάτι συνειδητοποιείς ότι σε πονάει η πλάτη σου ή ο σβέρκος σου. Και αρχίζεις να συνειδητοποιείς την ηλικία σου. Ηξερες πως κάποια στιγµή θα πεθάνεις αλλά έσπρωχνες αυτόν σου τον φόβο κάτω από το χαλί. Τώρα όµως τον βρίσκεις µπροστά σου και το µόνο που µπορείς να κάνεις είναι να ευχηθείς να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνος γίνεται», λέει ο σκηνοθέτης µε τα τρία Οσκαρ.
Μόλις σηκώνεσαι από το κρεβάτι συνειδητοποιείς ότι σε πονάει η πλάτη σου ή ο σβέρκος σου. Και αρχίζεις να συνειδητοποιείς την ηλικία σου. Ηξερες πως κάποια στιγµή θα πεθάνεις αλλά έσπρωχνες αυτόν σου τον φόβο κάτω από το χαλί. Τώρα όµως τον βρίσκεις µπροστά σου και το µόνο που µπορείς να κάνεις είναι να ευχηθείς να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνος γίνεται», λέει ο σκηνοθέτης µε τα τρία Οσκαρ.
«Οταν πεθάνω θα ήθελα να µε αποτεφρώσουν. Δεν θέλω να γίνει φασαρία, τελετή µε καλούς φίλους και µοιρολόγια. Θα ήθελα να µε ξεχάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Δεν θα ήθελα να επιβαρυνθεί η γυναίκα µου και τα παιδιά µου µε τέτοιες διαδικασίες» συνεχίζει και διευκρινίζει ότι θα ήθελε η στάχτη του να σκορπιστεί στη Λεωφόρο Μάντισον, καθώς η Νέα Υόρκη υπήρξε η µούσα του.
«Την αγαπώ επειδή εδώ µεγάλωσα. Είµαι δεµένος µαζί της» λέει ο δηµιουργός που µεγάλωσε στο Μπρούκλιν. Περιγράφει δε την παιδική του ηλικία ως εξής:
«Ηµασταν φτωχοί, αλλά δεν το ξέραµε. Δεν είχαµε λεφτά, αλλά δεν πεινούσαµε κιόλας. Ηµουν καλός αθλητής. Οι γονείς µου ήταν παντρεµένοι επί 60 χρόνια, τους αγαπούσα, αλλά δεν ήµουν δεµένος µε τη µητέρα µου. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι ήθελε να µπει στον χώρο του θεάµατος».
Είναι ευχαριστηµένος από την πορεία του και τις ταινίες του ώς σήµερα; «Οχι», απαντά. «Σπατάλησα µια ευκαιρία που άλλοι άνθρωποι θα σκότωναν για να την έχουν. Είχα απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία. Αλλοι σκηνοθέτες δεν είχαν αυτή την πολυτέλεια ούτε για µία φορά. Από τις 40 ταινίες µου, οι 30 θα έπρεπε να είναι αριστουργήµατα, 8 αξιοπρεπείς αποτυχίες και 2 να είναι για κλάµατα. Δεν έγιναν όµως έτσι τα πράγµατα. Οι περισσότερες ταινίες µου ήταν ευχάριστες, αλλά κοιτάξτε τι πέτυχαν άνθρωποι που ήταν ταγµένοι να κάνουν ωραία πράγµατα – όπως ο Κουροσάβα, ο Φελίνι, ο Τριφό – και κοιτάξτε τις δικές µου ταινίες. Χαραµίστηκα και δεν ευθύνεται κανείς γι’ αυτό πέρα από τον εαυτό µου.
Φτάνεις τελικά σε κάποια ηλικία και συµπεραίνεις ότι δεν είσαι πλασµένος για «µεγάλος». Θες να γίνεις σπουδαίος όταν είσαι νέος, αλλά για διάφορους λόγους µπορεί να µην τα καταφέρεις. Τα χρόνια περνάνε και συνειδητοποιείς ότι είσαι απλώς µέτριος και πως έκανες ό,τι καλύτερο µπορούσες. Δεν είναι και τόσο δύσκολο να το παραδεχτείς. Δεν συµβιβάστηκα, ούτε ξεπουλήθηκα, αλλά δεν πέτυχα και όσα ήλπιζα. Δεν είµαι όµως και θύµα φαντασιώσεων του στυλ «µια µέρα θα γυρίσω τον «Πολίτη Κέιν» και τον «Κλέφτη ποδηλάτων» και αυτές µου οι ταινίες θα είναι οι σηµαντικότερες που έχουν γυριστεί και οι νεώτεροι θα αντιγράφουν το στυλ µου. Πολύ ήρεµα έχω παραιτηθεί από τέτοια συναισθήµατα. Δεν χάνω πλέον τα λεφτά µου. Δεν πάω στο Χόλιγουντ να γυρίσω ταινίες - σκουπίδια. Δεν προσπάθησα να πάρω µε το µέρος µου το κοινό ή τους κριτικούς. Προσπάθησα να δώσω τον καλύτερο εαυτό µου. Το δικό µου το καλύτερο όµως δεν µπορεί να συγκριθεί µε το καλύτερο του Φελίνι» καταλήγει.
>shirley
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου