O Γερμανός συνθέτης Ρίχαρντ Βάγκνερ υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της μουσικής του δέκατου ένατου αιώνα, ενώ υπήρξε και ένα κριτικό στοιχείο της πολιτιστικής ιστορίας του ίδιου αιώνα, τόσο για την έντονη κριτική του όσο και για τις πολεμικές του συνθέσεις επηρεασμένες από τις προσωπικές του πεποιθήσεις...
Πατήστε διαβάστε περισσότερα για να διαβάσετε όλο το άρθρο.
Ο Γουλιέλμος Ρίχαρντ Βάγκνερ γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1813, στη Λειψία της Γερμανίας, σε μια μεσοαστική οικογένεια. Μεγάλωσε μαζί με άλλα οκτώ αδέλφια, ενώ ο πατέρας του, Φρειδερίκος, πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, και μέσα στον επόμενο χρόνο η μητέρα του, Γιοχάνα, παντρεύτηκε τον Ludwig Geyer. Ανάμεσα στις φήμες που δεν έχουν επιβεβαιωθεί ανήκει και η ιστορία ως προς το εάν ο Geyer, που ήταν περιοδεύων ηθοποιός, ήταν και ο πραγματικός πατέρας του Βάγκνερ. Ο ίδιος ο Βάγκνερ όμως σαν παιδί άσχετα ποιον είχε τελικά βιολογικό πατέρα, έδειξε ενδιαφέρον μόνο για την ποίηση χωρίς τίποτα άλλο να μπορεί να τον συγκινήσει.
Η μουσική εκπαίδευση του σε μεγάλο βαθμό είχε αφεθεί στην τύχη της μέχρι την ηλικία των δεκαοχτώ, όταν και πήγε να σπουδάσει με τον Theodor Weinlig στη Λειψία της Γερμανίας, για ένα χρόνο. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1833 ως διευθυντής χορωδίας στο Würzburg και συνέθεσε τα πρώτα του έργα, επηρρεασμένος από της γερμανικές ρομαντικές συνθέσεις, ενώ ο Beethoven ήταν ένα από τα ινδάλματά του, εκείνη την περίοδο.
Η μουσική εκπαίδευση του σε μεγάλο βαθμό είχε αφεθεί στην τύχη της μέχρι την ηλικία των δεκαοχτώ, όταν και πήγε να σπουδάσει με τον Theodor Weinlig στη Λειψία της Γερμανίας, για ένα χρόνο. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1833 ως διευθυντής χορωδίας στο Würzburg και συνέθεσε τα πρώτα του έργα, επηρρεασμένος από της γερμανικές ρομαντικές συνθέσεις, ενώ ο Beethoven ήταν ένα από τα ινδάλματά του, εκείνη την περίοδο.
Ο Βάγκνερ έγραψε την πρώτη του όπερα, Die Feen (Οι νεράιδες), το 1833, αλλά δεν κατάφερε να παιχτεί ζωντανά παρά μόνο μετά το θάνατο του. Διετέλεσε μουσικός διευθυντής του θεάτρου του Μαγδεμβούργο, από το 1834 έως το 1836, όπου το επόμενο έργο του, Das Liebesverbot (Forbidden Love), παίχτηκε στο κοινό το 1836. Εκείνη τη χρονιά μάλιστα, παντρεύτηκε και την Minna Planner, μια τραγουδίστρια-ηθοποιό που δραστηριοποιείτο στα τοπικά θεατρικά δρώμενα.
Το 1837 ο Wagner έγινε ο πρώτος μουσικός διευθυντής του θεάτρου στη Ρίγα, της Ρωσίας που σήμερα είναι η πρωτεύουσα της Λετονίας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1839. Στη συνέχεια ξεκίνησε για το Παρίσι, με την ελπίδα να βρει την τύχη που επιθυμούσε. Όσο βρισκόταν στο Παρίσι, ανέπτυξε μια έντονη απέχθεια για τη γαλλική μουσική κουλτούρα, που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του, ανεξάρτητα από το πόσο συχνά προσπάθησε να καταφέρει να επιτύχει εκεί. Ήταν εκείνη την περίοδο που ο Βάγκνερ ευρισκόμενος σε οικονομική απόγνωση, πούλησε το σενάριο για το έργο του Der fliegende Hollander (Ο Ιπτάμενος Ολλανδός) στην Όπερα του Παρισιού. Μάλιστα, αργότερα ο Βάγκνερ μελοποίησε και μια άλλη έκδοση για αυτό το παραμύθι.
Το 1842 επέστρεψε στη Γερμανία, και εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη, όπου και ανέλαβε υπεύθυνος για τη μουσική στο παρεκκλήσι του δικαστηρίου. Το έργο του Rienzi, μια μεγάλη όπερα που προσομοιάζει με το γαλλικό στυλ, και παρουσιάστηκε εκείνη την περίοδο τυχαίνει μέτριας επιτυχίας. Το 1845, όμως αποτέλεσε μια σημαντική χρονιά για το συνθέτη καθώς η όπερά του Tannhauser κάνει πρεμιέρα στη Δρέσδη με εξαιρετικά σχόλια, αποτελώντας την πρώτη αναμφισβήτητη επιτυχία στην καριέρα του. Παράλληλα, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους τελείωσε το ποίημα του Lahengrin και ξεκίνησε την σύνθεση του στις αρχές του 1846. Το διάστημα μάλιστα που ετοίμαζε το Lohengrin έκανε, επίσης, σχέδια για την τετραλογία του (μια σειρά τεσσάρων δραμάτων), Der Ring des Nibelungen (Το Δαχτυλίδι του Nibelungen), που είχε εμπνευστεί από τα Σκανδιναβικά έπη. Το 1845 ετοίμασε το σενάριο για το πρώτο δράμα της τετραλογίας, Siegfried’s Tod, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Die Gotterdammerung (Το λυκόφως των Θεών).
O Βάγκνερ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Δρέσδη το 1849 στον απόηχο της Επανάστασης του 1848, που οδήγησε σε μια αποτυχημένη εξέγερση κατά της γερμανικής μοναρχίας. Εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, πρώτα στη Ζυρίχη και στη συνέχεια κοντά στην Λουκέρνη. Παρέμεινε στην Ελβετία ως επί το πλείστον για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια χωρίς σταθερή απασχόληση, εξορισμένος από τη Γερμανία αλλά και από τη θεατρική ζωή της χώρας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ασχολήθηκε με το έργο του Ring που τον απασχόλησε για τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Η πρώτη παραγωγή του Lohengrin πραγματοποιήθηκε στη Βαϊμάρη (1881-1886) υπό την διεύθυνση του Franz Liszt το 1850, ενώ ο Βάγκνερ δεν κατάφερε να το δει πριν το 1861. Το έτος 1850 επίσης, είδε το φως της δημοσιότητας και ένα από τα πιο προκλητικά κομμάτια του, Ο Εβραίος στη μουσική, στο οποίο επιτέθηκε άσχημα στην οποιαδήποτε ύπαρξη εβραϊκών συνθετών και μουσικών, ιδιαίτερα μάλιστα της γερμανικής κοινωνίας δημιουργώντας αρνητικό κλίμα προς το πρόσωπό του.
Το 1853 άρχισε επίσημα τη σύνθεση του έργου του Rheingold, την οποία και ολοκλήρωσε το επόμενο έτος και στη συνέχεια άρχισε να εργάζεται επιμελώς για το έργο του Walküre, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1856. Το ίδιο διάστημα ξεκινούσε και την ιδέα της συγγραφής του δράματος Τριστάνος και Ιζόλδη. Το 1857 μετά την ολοκλήρωση της σύνθεσης της δεύτερης πράξης του Siegfried έδωσε όλη του την προσοχή στο έργο Τριστάνο και Ιζόλδη, το οποίο και ολοκλήρωσε το 1859, και το οποίο παίχτηκε στο Μόναχο το 1865.
Η μακρά περίοδος της εξορίας του δεν τελείωσε πριν το 1860, οπότε και ο Βάγκνερ έλαβε επιτέλους την άδεια να επιστρέψει στη Γερμανία, εκτός όμως από την περιοχή της Σαξονίας στην ανατολική Γερμανία, ενώ του χορηγήθηκε πλήρης αμνηστία για πολιτική ελευθερία, το 1862. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε τη σύνθεση για το Die Meistersinger von Nürnberg, το οποίο είχε συλλάβει μουσικά το 1845. Το Meistersinger ολοκληρώθηκε το 1867 και η πρώτη του εκτέλεση έγινε στο Μόναχο το επόμενο έτος. Τότε κατάφερε να ασχοληθεί ουσιαστικά και με το Ring και να εργαστεί πάνω στην τρίτη πράξη του Siegfried, την οποία ολοκλήρωσε τον Σεπτέμβριο του 1869, ενώ είδε παράλληλα να ανεβαίνει και η πρώτη παράσταση του Rheingold, ενώ έγραψε τη μουσική για το Gotterdammerung (Το Λυκόφως των Θεών) από το 1869 έως το 1874.
Ο πρώτος ολοκληρωμένος κύκλος του Ring (Rheingold, Walküre, Siegfried, και Gotterdammerung), δόθηκε στο Festspielhaus, το 1876, πάνω από τριάντα χρόνια μετά την πρώτη σύλληψη της μουσικής του αυτής ιδέας. Το τελευταίο του δράμα Parsifal, ολοκληρώθηκε το 1882, ενώ ο Βάγκνερ άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Φεβρουαρίου του 1883, στη Βενετία της Ιταλίας, ενώ η ταφή του έγινε στο Μπαϊρόιτ.
Αναμφισβήτα ο Βάγκνερ υπήρξε ένας μουσικός που ενώ θα περίμενε κανείς η ευαισθησία να είναι από τα χαρακτηριστικά του, φαίνεται ότι διέφερε ακόμα και στην πολιτική σκέψη, επηρρεασμένος έντονα από τα αντιεβραϊκά του συναισθήματα, χαρίζοντας ωστόσο στο μουσικόφιλο κοινό μεγάλα συνθετικά έργα.
Αναμφισβήτα ο Βάγκνερ υπήρξε ένας μουσικός που ενώ θα περίμενε κανείς η ευαισθησία να είναι από τα χαρακτηριστικά του, φαίνεται ότι διέφερε ακόμα και στην πολιτική σκέψη, επηρρεασμένος έντονα από τα αντιεβραϊκά του συναισθήματα, χαρίζοντας ωστόσο στο μουσικόφιλο κοινό μεγάλα συνθετικά έργα.
epilektika
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου